Η Διαμεσολάβηση είναι διαρθρωμένη διαδικασία στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια ενός τρίτου ουδέτερου προσώπου, του διαμεσολαβητή. Κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης τα μέρη προσδιορίζουν τις επιμέρους πτυχές της διαφοράς τους, ερευνούν τις εναλλακτικές λύσεις για την επίλυσή της και επιχειρούν να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία που θα ικανοποιεί τα αληθινά συμφέροντά τους.
Στη διαδικασία αυτή κεντρικό ρόλο κατέχει ο Διαμεσολαβητής, ο οποίος, όντας ειδικά εκπαιδευμένος εφαρμόζει τις κατάλληλες τεχνικές και ενεργεί ως καταλύτης προς την κατεύθυνση της επίλυσης της διαφοράς. Η διεθνής εμπειρία τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ έχει δείξει ότι η παρουσία ειδικά εκπαιδευμένου και έμπειρου διαμεσολαβητή επιτρέπει στα μέρη να εξαλείψουν τα εμπόδια της μεταξύ τους επικοινωνίας, να συζητήσουν τα θέματα που τους απασχολούν, να λύσουν παρεξηγήσεις, να καθορίσουν τα βασικά συμφέροντα ή τις ανησυχίες τους, και να βρουν πεδία συμφωνίας.
Πώς διεξάγεται η διαμεσολάβηση
H διαμεσολάβηση εξελίσσεται σε διαδοχικές συναντήσεις του διαμεσολαβητή με τα μέρη που μπορεί να είναι είτε κατ’ ιδίαν με την κάθε πλευρά ξεχωριστά, είτε κοινές δηλαδή με όλες τις πλευρές παρούσες. Τα μέρη παρίστανται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης υποχρεωτικά, βάσει του νόμου, με δικηγόρο-νομικό παραστάτη
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διέπεται από το απόρρητο σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο νόμο. Τα έγγραφα και οι πληροφορίες που λαμβάνει ο διαμεσολαβητής από τη μία πλευρά δεν μπορούν να αποκαλυφθούν στην άλλη πλευρά χωρίς τη ρητή συναίνεση της. Επίσης, όλοι οι συμμετέχοντες στην διαδικασία δεν μπορούν να καταθέσουν ως μάρτυρες σε μεταγενέστερες δίκες που τυχόν επακολουθήσουν.
Ο διαμεσολαβητής δεν ενεργεί ως δικαστής ή διαιτητής, αλλά με τρόπο ώστε να διευκολύνει το διάλογο και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών προκειμένου να επιλύσουν τη μεταξύ τους διαφορά. Με τον τρόπο αυτό, τα μέρη έχουν ενεργό συμμετοχή στη διαδικασία και βρίσκονται στο επίκεντρό της, διατηρώντας τον απόλυτο έλεγχο ως προς το τελικό αποτέλεσμα χωρίς μάλιστα να διακινδυνεύουν να χάσουν κανένα δικαίωμά τους αν αποφασίσουν να αποχωρήσουν.
Η τελική συμφωνία που επιτυγχάνεται μεταξύ των μερών στο τέλος της διαμεσολάβησης συντάσσεται εγγράφως και υπογράφεται από τα μέρη, τους δικηγόρους-νομικούς παραστάτες τους και το διαμεσολαβητή. Η συμφωνία αυτή αποτελεί εκτελεστό τίτλο, εφόσον κατατεθεί στο αρμόδιο Πρωτοδικείο, όπως προβλέπεται στο νόμο.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης
Η επιλογή της διαμεσολάβησης, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών της, προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα:
- ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και ευελιξία
- χαμηλό κόστος σε σύγκριση με τη δικαστική διαμάχη και τη διαιτησία
- εύκολη “πρόσβαση” και απλότητα της διαδικασίας απαλλαγμένη από δικονομικούς τύπους και διεξάγεται σε εμπιστευτική βάση
- διασφάλιση της ενεργητικής συμμετοχής των μερών
- προσανατολισμός στα ουσιαστικά συμφέροντα των εμπλεκομένων μερών και όχι στα τυπικά δικαιώματά τους
- μη δεσμευτικός χαρακτήρας της διαδικασίας αφού τα μέρη είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν όποτε το επιθυμούν.
- διασφάλιση των δικαιωμάτων των μερών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να προσφύγουν σε δικαστήριο αν η διαμεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία.